- ερυθροφόρος
- ἐρυθροφόρος, -ον (Μ)αυτός που φορά κόκκινα ρούχα, ο κοκκινοφορεμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + -φόρος < φέρω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ερυθροφορώ — ἐρυθροφορῶ, έω (Μ) [ερυθροφόρος] φορώ κόκκινα ρούχα … Dictionary of Greek